|
Σε αυτή
ακριβώς την κάπως ειρωνική συνθήκη φρόντισαν να
εστιάσουν οι περισσότεροι ηγέτες, με ορισμένους
εξ αυτών –όπως τον κατά τ’ άλλα άχρωμο και
στερούμενο κάθε ρητορικού και επικοινωνιακού
χαρίσματος Ιρλανδό Πρωθυπουργό, Μιχόλ Μάρτιν– να
προχωρούν σε ομολογουμένως αμιγώς ιδεολογικές
τοποθετήσεις αναφορικά με το μέλλον της
φιλελεύθερης πολυπλοκότητας. Πράγματι, ποτέ στο
παρελθόν, και παρά τις όποιες κρίσιμες
γεωπολιτικές προκλήσεις του εκάστοτε πολιτικού
χρόνου, οι αξίες τις οποίες τα Ηνωμένα Έθνη
ιδρύθηκαν ώστε να προστατεύουν και να προωθούν
στο διηνεκές δεν έμοιαζαν να βρίσκονται σε
αμφισβήτηση όσο σήμερα. Η φιλελεύθερη υπόσχεση
του 1945 μοιάζει να υποχωρεί από την παγκόσμια
(επι)στροφή στον ρεαλισμό του 2025, με τον
Οργανισμό να αρκείται σε έναν άχαρο ρόλο
παρατηρητή, απ’ τον οποίο ίσως ποτέ να μη
μπορούσε να ξεφύγει εκ προοιμίου.

Διακήρυξη
των Ηνωμένων Εθνών © Hulton Archive/Getty Images
Οι
αφελείς ελπίδες και η προβληματική αρχιτεκτονική
των Ηνωμένων Εθνών
Στον πυρήνα
τους, τα Ηνωμένα Έθνη δομήθηκαν πάνω στις
στάχτες της μεσοπολεμικής Κοινωνίας των Εθνών,
την οποία είχε εμπνευστεί ο 28ος Πρόεδρος των
ΗΠΑ, Γούντροου Γουίλσον, κληρονομώντας τις αρχές
τους. Θεωρητικά, από το 1945 και τη Διάσκεψη στο
Σαν Φρανσίσκο με την παρουσία των πρώτων 50
κρατών-μελών του, ο Οργανισμός αποσκοποπεί στη
θεμελίωση μιας νέας διεθνούς τάξης, η οποία θα
διείπετο από μια σειρά κανόνων, συνθηκών, και
υποχρεώσεων, που θα εξασφαλίζουν την παγκόσμια
συλλογική ασφάλεια, τον σεβασμό στα ανθρώπινα
δικαιώματα, την προώθηση και την εμβάθυνση της
συνεργασίας μεταξύ των μελών της διεθνούς
κοινότητας, αλλά και τη βελτιστοποίηση των από
κοινού προκλήσεων τις οποίες μπορεί να
αντιμετωπίσει.
Είναι
αδύνατον να διαφωνήσει κανείς με οποιαδήποτε από
αυτές τις συνθήκες. Αναμφίβολα, στον
μεταπολεμικό πολιτικό χρόνο, μετά την ήττα της
ναζιστικής Γερμανίας και τα δεκάδες εκατομμύρια
των νεκρών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία
είχαν προστεθεί σε εκείνα του Α’ΠΠ, τα Ηνωμένα
Έθνη δεν έμοιαζαν απλώς σαν μια εξαιρετική ιδέα.
Αλλά και σαν μια υπαρξιακή υποχρέωση για το
εναπομείναν διεθνές σύστημα. Προφανώς, αυτή
βάρυνε ιδιαιτέρως τις μεγάλες δυνάμεις – με την
Ουάσιγκτον να αναλαμβάνει ηγετικές πρωτοβουλίες
αυτή τη φορά. Σε αντίθεση με την εποχή του
Γουίλσον, όπου το Κογκρέσο δεν επικύρωσε τη
Συνθήκη των Βερσαλλιών, αφήνοντας τις ΗΠΑ εκτός
της Κοινωνίας των Εθνών, αποδίδοντάς τους την
ηθική, όσο και πραγματιστική υποχρέωση να
αποτρέψουν έναν ακόμα Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ίδρυση
των Ηνωμένων Εθνών συνέπεσε με το χάραγμα της
ατομικής εποχής, και το σιωπηλό –πλην σαφές–
ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου. Λιγότερο από δύο
μήνες μετά και την ολοκλήρωση της Συνδιάσκεψης
του Σαν Φρανσίσκο, ο –κατά τα άλλα ουιλσονιστής
και πέμπτος κατά σειρά διάδοχος του Γουίλσον
στην αμερικανική προεδρία– Χάρι Τρούμαν πήρε τη
μακράν σημαντικότερη απόφαση που έλαβε ποτέ
οποιοδήποτε ιστορικό πρόσωπο, επιλέγοντας να
προχωρήσει στους πυρηνικούς βομβαρδισμούς της
Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Εκατομμύρια
λέξεις έχουν γραφτεί σχετικά με την αξιοποίηση
των πυρηνικών κεφαλών Little Boy και Fat Man
εναντίον της Ιαπωνίας, ωστόσο αυτό που παραμένει
αδιαμφισβήτητο είναι πως ένας σκιώδης στόχος της
Ουάσινγκτον, πέρα από τις δύο στρατηγικής
σημασίας ιαπωνικές πόλεις, ήταν και η Μόσχα, με
τις ΗΠΑ να κάνουν μια ιστορικά πρωτοφανή, αλλά
εντέλει πρόσκαιρη, επίδειξη ισχύος· ο Ψυχρός
Πόλεμος δε θα μπορούσε να ξεκινήσει με
φρικτότερο κρότο. Το κρίσιμο ήταν πως η
αρχιτεκτονική ασφάλειας στην οποία είχαν
καταλήξει οι εθνικές αντιπροσωπείες στο Σαν
Φρανσίσκο, που προέβλεπε τη σύσταση του 9μελούς
Συμβουλίου Ασφαλείας με την εγγυημένη παρουσία
των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας και
της προ-μαοϊκής Κίνας ως μόνιμων μελών με
δικαίωμα βέτο, προϋπέθετε ένα έστω ελάχιστο
επίπεδο σύμπνοιας μεταξύ τους, ώστε να
λειτουργήσει στην πράξη.
Με δεδομένο
τον ανηλεή ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ –και
μετέπειτα της κομμουνιστικής Κίνας, τουλάχιστον
μέχρι τα τέλη των 60s– σε ένα πλαίσιο σύγκρουσης
υπερδυνάμεων, τα Ηνωμένα Έθνη ήταν καταδικασμένα
να αποτύχουν, σίγουρα μερικώς, αν όχι εξ
ολοκλήρου. Η πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου,
και η αμιγώς ρεαλιστική εξωτερική πολιτική την
οποία ακολούθησαν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα για
4μισι δεκαετίες, παρέλυσαν πλήρως τη δυνατότητα
των Ηνωμένων Εθνών να παρέμβουν καθοριστικά σε
μια σειρά από προκλήσεις, βγαλμένες από τους
εφιάλτες, τις οποίες θεωρητικά είχαν ιδρυθεί
ώστε να αντιμετωπίσουν.
Με εξαίρεση
την Κρίση του Σουέζ το 1956, οι ΗΠΑ και οι ΕΣΣΔ
σκοπίμως σαμπόταραν η μια την άλλη στο Συμβούλιο
Ασφαλείας, αδρανοποιώντας τα Ηνωμένα Έθνη τόσο
στις εξεγέρσεις της Βουδαπέστης το 1956, της
Πράγας το 1968, της σοβιετικής εισβολής στο
Αφγανιστάν το 1979, του 20ετούς χάους στο
Βιετνάμ μέχρι και το 1975, του πραξικοπήματος
στη Χιλή το 1973, του αμερικανικού παρεμβατισμού
στη Νικαράγουα στα 80s, και ούτω καθεξής.
Φυσικά, η εγγενής αδυναμία των Ηνωμένων Εθνών να
παρέμβουν στο πεδίο στην εκάστοτε κρίση,
εδραίωσε τελικά την άποψη πως επρόκειτο για έναν
επί της ουσίας ξεδοντιασμένο οργανισμό, ανήμπορο
να εκπληρώσει τη θεμελιώδη του αποστολή: να
προστατέψει όλους όσοι δεν μπορούσαν να το
κάνουν μόνοι τους.
Η
μεταψυχροπολεμική διάψευση των προσδοκιών
Θα έλεγε
κανείς πως το δικαίωμα βέτο των 5 μόνιμων μελών
αποτελεί ένα αφελές προπατορικό αμάρτημα. Το
οποίο βασίστηκε στην υπόθεση πως, έχοντας
συνεργαστεί ώστε να κερδίσουν τον Β’ ΠΠ, οι ΗΠΑ
και η ΕΣΣΔ θα έβρισκαν έστω έναν τρόπο να
συνυπάρξουν σε μεταπολεμικό επίπεδο. Σε κάθε
περίπτωση, η κατάρρευση της σοσιαλιστικής
δυστοπίας του Κρεμλίνου, η απελευθέρωση των
κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και η
φιλελεύθερη δημοκρατία την οποία ανήγαγε σε
θριαμβεύτρια το Τέλος της Ιστορίας, εύλογα
δημιούργησαν την προσδοκία πως, παρά τα πρώτα
ζόρικα 50 περίπου χρόνια, τα Ηνωμένα Έθνη
μπορούσαν να προχωρήσουν στις τομές που είχαν
ιδρυθεί, ώστε να χαράξουν στη μεταψυχροπολεμική
εποχή.
Φευ! Τόσο
λόγω της αρχιτεκτονικής του Συμβουλίου
Ασφαλείας, όσο και λόγω της προφανούς έλλειψης
πρόθεσης –ή και πόρων–, ώστε τα κράτη-μέλη του
Οργανισμού να ενισχύσουν τον ιδιότυπα παραγωγικό
του παρεμβατισμό είτε μέσω ανθρωπιστικών
αποστολών είτε μέσω της παρουσίας των
κυανόκρανων σε δύσκολες γεωπολιτικές γειτονιές
ανά τον κόσμο, τα Ηνωμένα Έθνη εξακολούθησαν να
μαζεύουν τη μια αποτυχία μετά την άλλη, ακόμα
και στη λεγόμενη «μονοπολική στιγμή» των ΗΠΑ στα
90s. Ουσιαστικά, τα Ηνωμένα Έθνη απέτυχαν να
συμβάλουν με καθοριστικό τρόπο στην επίλυση μιας
σειράς κολοσσιαίων διεθνών κρίσεων, στο πλαίσιο
των οποίων τις περισσότερες φορές διαπράχθηκαν
κατ’ εξακολούθηση αποτρόπαιες πράξεις.
Ενδεικτικά, πέρα από τον Πόλεμο του Κόλπου το
1991, ο οποίος διεξήχθη έτσι και αλλιώς σε ένα
ιστορικό μεταίχμιο, ο Οργανισμός απέτυχε να
επέμβει στη θηριώδη γενοκτονία στη Ρουάντα το
1994, στον Πόλεμο της Βοσνίας στα μέσα της
δεκαετίας, στον Πόλεμο του Ιράκ το 2003, στον
Συριακό Εμφύλιο το 2011, και στον Πόλεμο της
Κριμαίας το 2014.
Την ίδια
στιγμή, τα Ηνωμένα Έθνη απέτυχαν και στη
μεταψυχροπολεμική περίοδο να απαντήσουν
αποφασιστικά σε μια σειρά διεθνών προκλήσεων, οι
οποίες επιβίωσαν του Ψυχρού Πολέμου, και
εξακολουθούν να στοιχειώνουν τον Οργανισμό μέχρι
και σήμερα. Η λίστα είναι ατελείωτη. Σε καμία
από τις 79 Γενικές Συνελεύσεις, οι οποίες
προηγήθηκαν της φετινής, δεν βρέθηκε ποτέ καμία
ουσιαστική λύση σε ό,τι αφορά την παράνομη
τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την πρόκληση του
ψευδοκράτους, την επίλυση της –πιθανώς
πυρηνικής– διμερούς διαφωνίας μεταξύ Ινδίας και
Πακιστάν σε ό,τι αφορά την κυριότητα του Κασμίρ,
τον Πόλεμο της Κορέας για τον οποίο ακόμα δεν
έχει υπογραφεί οποιαδήποτε ειρηνευτική συνθήκη
μεταξύ των δύο χωρών, το μέλλον της
διεκδικήσιμης επί 50 χρόνια Δυτικής Σαχάρα, τον
παρατεταμένο ανθρωπιστικό όλεθρο στο Αφγανιστάν
από το 1979 μέχρι σήμερα. Και φυσικά τις σχέσεις
μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης και την
ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους, αλλά και
τη διαρκή στρατιωτική και διπλωματική πολιορκία
την οποία υφίσταται η Ουκρανία, μεταξύ άλλων.
Θέτοντάς το
διαφορετικά, σε κανένα σημείο της 80ετούς
ιστορίας τους μέχρι σήμερα, τα Ηνωμένα Έθνη δεν
έχουν αποδείξει στο ελάχιστον τη δυνατότητά τους
να επέμβουν αποφασιστικά σε διεθνείς κρίσεις.
Κάτι που, με τη σειρά του, οδηγεί στην
αναπόφευκτη καθολική απαξίωση του Οργανισμού στη
συνείδηση των πολιτών της διεθνούς κοινότητας,
από τα δυτικά αστικά κέντρα των πολυεθνικών και
της Τεχνητής Νοημοσύνης, στους μη
ηλεκτροδοτούμενους οικισμούς της αφρικανικής
σαβάνα και των στεπών της κεντρικής Ασίας.
Προφανώς, η
συμβολή των Ηνωμένων Εθνών είναι πολυδιάστατη.
Ακόμα και ο μεγαλύτερος σκεπτικιστής απέναντι
στο φιλελεύθερο αξιακό σύστημα του Οργανισμού
δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως, στο πλαίσιο
των Γενικών Συνελεύσεων, δεκάδες κράτη απέκτησαν
τη νομική υπόσταση, αλλά και την ηθική
αναγνώριση, τις οποίες δικαιούνταν κατά την
περίοδο της αποαποικιοποίησης. Όπως επίσης και
πως τα σώματα των Ηνωμένων Εθνών έχουν συμβάλει
καθοριστικά σε ορισμένες περιπτώσεις όπως του
Εμφυλίου στην Καμπότζη το 1992-1993, του
Εμφυλίου στη Μοζαμβίκη το 1992-1994, αλλά και
της δαιδαλώδους ανεξαρτησίας της Ναμίμπια από τη
Νότια Αφρική το 1990. Ταυτόχρονα, ακόμα και αν
οι δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών δεν έχουν
αποδειχθεί καθοριστικές στην επίλυση κάποιας
μακράς διεθνούς κρίσης, εν τούτοις οφείλει
κανείς να παραδεχθεί πως η παρουσία τους στο
πεδίο έχει συχνά οδηγήσει σε κρίσιμες
αποκλιμακώσεις.
Ωστόσο,
παρά τις αδιαμφησβήτητες επιμέρους επιτυχίες του
Οργανισμού, η πραγματικότητα παραμένει
αδυσώπητη: τα Ηνωμένα Έθνη δεν έχουν καταφέρει
σε καμία περίπτωση να εξασφαλίσουν την ευημερία,
τη σταθερότητα, αλλά και την αφοσίωση της
διεθνούς κοινότητας σε ένα σετ κοινώς αποδεκτών
αξιών και αρχών, τις οποίες ιδρύθηκαν ώστε να
εγγυηθούν σε βάθος χρόνο.
Ο
όλεθρος ως εγγυητής της ειρήνης
Επιδερμικά,
θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ένα
λογικοφανές –αλλά εν τέλει εύκολα καταρριφθέν–
επιχείρημα: από τη στιγμή που ένας τρίτος
παγκόσμιος πόλεμος δεν έχει προκύψει ακόμα, όπως
και ούτε απέκτησε ποτέ ρεαλιστικές πιθανότητες
ένα τέτοιο ενδεχόμενο από το 1945 μέχρι και
σήμερα, τα Ηνωμένα Έθνη έχουν επιτύχει τον σκοπό
τους. Ωστόσο, η αδιαμφησβήτητη εγκυρότητα του
πυρηνικού δόγματος της εγγυημένης αμοιβαίας
καταστροφής MAD (Mutually Assured Destruction),
η οποία βασίζεται στην υπόθεση πως η αξιοποίηση
ενός πυρηνικού όπλου εκ μέρους μιας πυρηνικής
δύναμης θα προκαλούσε την ακαριαία αντίδραση
μιας αντίπαλης, σε μια συνθήκη η οποία θα
οδηγούσε σε μια βιβλικού επιπέδου καταστροφή,
μοιάζει με σαφώς πειστικότερη απάντηση.
Ειρωνικά, η
παγκόσμια ειρήνη έχει διατηρηθεί όχι λόγω των
ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών –παρά την
αδιαμφησβήτητη ουσιαστική επιρροή ορισμένων εξ
αυτών–, αλλά από το πυρηνικό αξιόμαχο εκείνων
των υπερδυνάμεων, τον επεκτατισμό των οποίων ο
Οργανισμός ιδρύθηκε θεωρητικά ώστε να θέσει υπό
έλεγχο. Σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά τη λήξη του
Β’ ΠΠ, η μόνη πραγματική εγγύηση πως δεν θα
προκύψει ποτέ ένας επόμενος είναι πως αυτός
σίγουρα θα είναι και ο τελευταίος που θα δει
ποτέ η ανθρωπότητα.
Σε αυτό
ακριβώς το πλαίσιο, η υπαρξιακή κρίση στην οποία
βρίσκονται τα Ηνωμένα Έθνη, ανήμπορα να
συμβάλουν με οποιονδήποτε ουσιαστικό και
παραγωγικό τρόπο στις παράλληλες κρίσεις οι
οποίες δοκιμάζουν τη συνοχή του διεθνούς
συστήματος, βαθαίνει αναπόφευκτα ακόμα
περισσότερο. Η εικόνα της μισοάδειας αίθουσας
της Γενικής Συνέλευσης, κατά τη διάρκεια της
συντριπτικής πλειοψηφίας των ομιλιών την
εβδομάδα που πέρασε, δεν θα μπορούσε να
συνοψίζει περισσότερο το προφανές: τα Ηνωμένα
Έθνη αποτελούν έναν από καιρό ξεπερασμένο
Οργανισμό, με ελάχιστη πραγματική επιρροή εντός
του διεθνούς συστήματος – τουλάχιστον στα
ζητήματα που απειλούν να το γυρίσουν ανάποδα.
Και η ετήσια επίσκεψη των ηγετών στη Νέα Υόρκη
στην πραγματικότητα αποτελεί μια πρώτης τάξεως
ευκαιρία για παρασκηνιακές επαφές μεταξύ τους,
αλλά και δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων προς το
εγχώριο ακροατήριό τους.
Ωστόσο, ο
ευτελισμός ενός Οργανισμού ο οποίος διατηρεί
έναν αντικειμενικά ευγενή σκοπό στον ιδεολογικό
του πυρήνα, ελλοχεύει έναν ολέθριο υπαρξιακό
κίνδυνο: την εδραίωση της πεποίθησης πως το χάος
αποτελεί νομοτέλεια. Μια συνθήκη την οποία
κανείς δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί καλύτερα από
εκείνους τους ηγέτες –και όχι μόνο– ανά τον
κόσμο, οι οποίοι ποτέ δεν πίστευαν στις
μεταπολεμικές και μεταψυχροπολεμικές
φιλελεύθερες αξίες εξαρχής. Αν ο δρόμος προς την
κόλαση είναι όντως στρωμένος με καλές προθέσεις,
όπως θέλει το αγνώστου προελεύσεως πασίγνωστο
βρετανικό γνωμικό, εκείνες των Ηνωμένων Εθνών
φτάνουν και περισσεύουν.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|